- κλεπτίδης
- κλεπτίδηςSon of a Thiefmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλεπτίδης — κλεπτίδης, ὁ (Α) (κωμικό πατρών. τού κλέπτης) ο γιος τού κλέφτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + κατάλ. ίδης, δηλωτική τής καταγωγής (πρβλ. λαγωίδης, τυδε ΐδης)] … Dictionary of Greek
κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι … Dictionary of Greek